тронуться - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

тронуться - translation to πορτογαλικά


тронуться      
(двинуться с места) mover se, deslocar -se, pôr-se em movimento (em marcha) ; partir , arrancar ; (растрогаться) comover-se, emocionar-se, estar comovido (emocionado) ; (помешаться) tornar-se amalucado, estar amalucado (adoidado) ; estar tocado (Bras.)
não regular bem do miolo      
тронуться умом, тронуться рассудком, повредиться умом, повредиться рассудком
meter pernas ao caminho      
тронуться в путь

Ορισμός

тронуться
1. сов.
1) Слегка покрыться чем-л.
2) перен. Пойти на спад, на убыль.
3) Однокр. к глаг.: трогаться.
4) см. также трогаться.
2. сов. разг.
Стать психически ненормальным, повредиться в уме.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για тронуться
1. Билет "нашелся", когда поезд уже готов был тронуться.
2. Останавливаюсь, пробую тронуться со второй передачи - та же история.
3. "Лед ведь должен когда-то тронуться, - надеется Терехова.
4. "Если слишком рано тронуться с места, есть риск быстро устать.
5. Без незаменимого Шимбла поезд не может тронуться в путь.